MENU

Τι συμβαίνει στην Υεμένη;

Τα παιχνίδια με τη φωτιά των ιμπεριαλιστών, έχουν μετατρέψει την «Ευδαίμονα
Αραβία»[1] σε χώρα γεμάτη ερείπια καταδικάζοντας τους λαούς της να ζουν αγκαλιά με το θάνατο, την απόλυτη πείνα, δίψα και την απελπισία…
Ανειρήνευτος τόπος η Υεμένη, έχει πληρώσει εδώ και εκατοντάδες χρόνια και πληρώνει ακόμα με αίμα την στρατηγική της θέση από όπου περνούν εμπορικοί δρόμοι, ο «δρόμος των αρωμάτων», από τον καιρό του αρχαίου βασιλείου του Σαβά, ή ο έλεγχος του σπουδαίου θαλάσσιου δρόμου από την Αραβική Θάλασσα και τον Κόλπο του Αντεν μέχρι και το πέρασμα, από τα στρατηγικά Στενά Μπαμπ αλ Μαντέμπ (γνωστά από την αρχαιότητα σαν «Πόρτες των Δακρύων»), προς την Ερυθρά Θάλασσα και τη Διώρυγα του Σουέζ, που θεωρούνται στρατηγική πύλη της διεθνούς ναυσιπλοΐας. Φτωχή χώρα, η φτωχότερη της περιοχής, εκτός από ψάρια, αλάτι, βαμβάκι, μύρο και λιβάνι, διαθέτει, δυστυχώς, και μεγάλα ανεκμετάλλευτα κοιτάσματα φυσικού αερίου και τελευταία ανακαλύφθηκαν και κοιτάσματα πετρελαίου.
ΧΑΡΤΗΣ ΥΕΜΕΝΗΣΗ Υεμένη είναι, στο μεγαλύτερό της μέρος, μια δύσβατη ορεινή χώρα, 24 εκατομμυρίων κατοίκων, που τη διασχίζουν βαθιές κοιλάδες γεμάτες με εύφορες οάσεις, όπου δεσπόζει το όρος Τζεμπέλ Χαντούρ με ύψος 3.760 μέτρα. Η πρωτεύουσα της χώρας, η Σαναά, με περίπου δύο εκατομμύρια κατοίκους, βρίσκεται σε υψόμετρο 2.400 μέτρων. Η περιοχή αυτή δέχεται το καλοκαίρι σημαντικές βροχοπτώσεις την περίοδο των θερινών μουσώνων, που ευνοούν τη βλάστηση. Στα παράλια υπάρχει μια χαμηλή λωρίδα που ξεκινάει από τα δυτικά, αγκαλιάζει την κάτω περιοχή της χώρα και καταλήγει ανατολικά σε μεγάλες ερήμους και στέπες. Στην παράλια ζώνη, στον Νότο, βρίσκεται το Αντεν με πληθυσμό περίπου 680.000 κατοίκους, η δεύτερη μεγάλη πόλη και σπουδαίο λιμάνι.
Η νεώτερη ιστορία της Υεμένης, στις αρχές του 19ου αιώνα, ξεκινάει με τον τερματισμό της αιγυπτιακής εξουσίας το 1840. Το 1839 η Μεγάλη Βρετανία κατέλαβε την πόλη του Αντεν και την μετέτρεψε σε στρατιωτική βάση, επεκτείνοντας τον έλεγχό της σιγά – σιγά στο υπόλοιπο έδαφος της Νότιας Υεμένης. Η Βρετανία διατήρησε τον έλεγχο της περιοχής πότε επιβάλλοντας συνθήκες «φιλίας» στους σεΐχηδες, τους σουλτάνους και τους εμίρηδες της περιοχής, πότε κηρύσσοντας το Αντεν Αποικία του Στέμματος (1937) και πότε αναγορεύοντάς το σε προτεκτοράτο, μέχρι το 1967 που η Βρετανία αναγκάστηκε να αποσύρει τα στρατεύματά της από το Αντεν και να αναγνωρίσει την ανεξαρτησία της Νότιας Υεμένης.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1870 αποκαταστάθηκε η εξουσία του Τούρκου Σουλτάνου στη Β. Υεμένη και έτσι ανακηρύχθηκε τουρκικό βιλαέτι.
Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα ξέσπασαν αρκετές εξεγέρσεις εναντίον της οθωμανικής κυριαρχίας. Το 1904 οι εξεγέρσεις αυτές μετατράπηκαν σε γενική εξέγερση υπό την ηγεσία του ζαϊντιστή Ιμάμη Γιαχία, η οποία, μετά από επίμονο και αιματηρό αγώνα υποχρέωσε την τουρκική κυβέρνηση, το 1911, να υπογράψει συνθήκη με την οποία ο σουλτάνος αναγνώριζε την αυτονομία των ζαϊντιστικών[2] περιοχών της Υεμένης, που αποτελούν το 35-40% του πληθυσμού της, και η κοσμική εξουσία μεταβιβάστηκε στον Ιμάμη Γιαχία.
Μετά το τέλος του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου και τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο Γιαχία κήρυξε την Υεμένη ανεξάρτητη και τον εαυτό του βασιλιά. Ταυτόχρονα ξεκίνησε ο αγώνας των λαών της Υεμένης για το διώξιμο των Αγγλων και την ενοποίηση της χώρας. Τον Φλεβάρη του 1959 η Μεγάλη Βρετανία για να ενισχύσει τον έλεγχό της στο Αντεν και στα προτεκτοράτα του Αντεν, δημιουργεί την Ομοσπονδία των Αραβικών Εμιράτων του Νότου (που τον Απρίλη του 1962 μετονομάστηκε σεΟμοσπονδία της Νότιας Αραβίας). Μέχρι το 1963 είχαν προστεθεί στην Ομοσπονδία τα πριγκιπάτα του Δυτικού Προτεκτοράτου, η αποικία του Αντεν και το Βεαχίντι – ένα μικρό πριγκιπάτο του Ανατολικού Προτεκτοράτου.
Η καταπιεστικότητα της μοναρχίας στη Β. Υεμένη, η διατήρηση του φεουδαρχικού συστήματος και ορισμένα κατάλοιπα δουλείας, η απεριόριστη εξουσία του Ιμάμη και η άγρια εκμετάλλευση του λαού εντείνανε τη γενική δυσαρέσκεια. Στις 26 Σεπτέμβρη 1962ξέσπασε στη Βόρεια Υεμένη αντιμοναρχική επανάσταση. Οι στρατιωτικές μονάδες που συνδέονταν με τους Ελεύθερους Αξιωματικούς κατέλαβαν την εξουσία και ανακηρύχθηκε η Αραβική Δημοκρατία της Υεμένης. Ταυτόχρονα οι πατριωτικές οργανώσεις και τα Κόμματα (Λαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα, Λαϊκή Δημοκρατική Ενωση) που είχαν ιδρυθεί ξεκινούν τον Οκτώβρη του 1963, κάτω από την ηγεσία του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου της Κατεχόμενης Νότιας Υεμένης, ένοπλο αγώνα εναντίον των Βρετανών αποικιοκρατών, των Κυβερνητών της Ομοσπονδίας και των τοπικών ηγεμονίσκων (σουλτάνων, εμίρηδων και σεΐχηδων). Το 1962, μετά από αίτηση του έκπτωτου Υεμενίτη μονάρχη σιίτη Ζεϊντι Ιμάμ Μπαντρ επιχειρούν στρατιωτική επέμβαση για την αποκατάστασή του.
Η ανατροπή της μοναρχίας προκάλεσε την αντίσταση της εσωτερικής αντίδρασης, που στηριζόμενη στην υποστήριξη των ιμπεριαλιστών και της Σαουδικής Αραβίαςεξαπέλυσαν στη χώρα εμφύλιο πόλεμο. Με τη στήριξη της Αιγύπτου και της Σοβιετικής Ενωσης, η απόπειρα για την κατάληψη της Σαναά στα τέλη του 1967 και τις αρχές του 1968, και την αποκατάσταση της μοναρχίας χρεοκόπησε. Την Ανοιξη του 1970 επιτεύχθηκε συμφωνία μεταξύ της Αραβικής Δημοκρατίας της Υεμένης και της Σαουδικής Αραβίας και ο εμφύλιος αποφεύχθηκε.
Στις 30 Νοέμβρη του 1970 οι Βρετανοί αποχωρούν από την Ν. Υεμένη, υποχρεούνται να αναγνωρίσουν την ανεξαρτησία της και δημιουργείται η Λαϊκή Δημοκρατία της Υεμένηςμε σοσιαλιστικό προσανατολισμό.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’70, ξεκινούν συζητήσεις και διαδικασίες στο δρόμο της ειρηνικής διευθέτησης των διαφωνιών ανάμεσα στη ΛΔ Υεμένης και την ΑΔ Υεμένης με σταθερή επιδίωξη τη συνένωση με ειρηνικό δημοκρατικό τρόπο. Στις 22 Μάη του 1990, και στο φόντο των αντεπαναστατικών ανατροπών του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ και τις χώρες της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης, οι δύο χώρες ενώθηκαν επίσημα και αποτελούν το σημερινό κράτος, την Δημοκρατία της Υεμένης.
Πρώτος Πρόεδρος της χώρας αναλαμβάνει ο μέχρι τότε Πρόεδρος της Β. Υεμένης, Αλί Αμπντουλάχ Σαλέχ, με την εντολή να υλοποιήσει τις συμφωνίες και τις μεταρρυθμίσεις που αποφασίστηκαν ανάμεσα στις δύο χώρες.
Ο Αλί Αμπντουλάχ Σαλέχ αθετεί τις υποσχέσεις για συνταγματική διασφάλιση των ελευθεριών, εξελίσσεται σε στυγνό δικτάτορα. Το 2004 η νεολαιίστικη θεολογική οργάνωση Ανσάρ Αλλάχ (Υποστηριχτές του Θεού), που υπάρχει από το 1992 μετεξελίσσεται σε μαχητική οργάνωση των ζαϊντιστών με ηγέτη τον Χουσείν Μπαντρεντίν αλ Χούθι. Μετά το θάνατο του αρχηγού της, τον Σεπτέμβρη του 2004, σε μάχη με τον υεμενίτικο στρατό, οι μαχητές του κινήματος παίρνουν το όνομα του και γίνονται γνωστοί σαν Χουθιγιούν και στον ελληνικό Τύπο σαν «Χούθι» ή «Χούτι». Οι Χούθι φαίνεται να έχουν την υποστήριξη της μεγάλης σιιτικής δύναμης, του Ιράν.
Το 2009 οι δυο οργανώσεις – παραρτήματα της Αλ Κάιντα της Σαουδικής Αραβίας και της Υεμένης συγχωνεύονται και δημιουργούν την σουνίτικη οργάνωση «Αλ Κάιντα της Αραβικής Χερσονήσου» (AQAP)[3] η οποία στο εσωτερικό δρα με την ονομασία «Ανσάρ αλ-Σαρία – Υεμένη» (Υποστηρικτές της Σαρίας – ισλαμικού νόμου – στην Υεμένη). Η AQAP είναι η οργάνωση που στις 7 Γενάρη 2015 σχεδίασε και εκτέλεσε την πολύνεκρη επίθεση στα γραφεία του σατιρικού περιοδικού Charlie Hebdo στο Παρίσι. Η ύπαρξη και η αιματηρή δράση της AQPA έχει δώσει το πρόσχημα στις ΗΠΑ να επιχειρούν αεροπορικές επεμβάσεις και βομβαρδισμούς στην Υεμένη στα πλαίσια της «καταπολέμησης της τρομοκρατίας».
Στα μέσα του Γενάρη του 2011 («Αραβική Ανοιξη») ξεκίνησαν μαζικές διαδηλώσεις, στις οποίες συμμετέχουν και οι Χούθι, με αιτήματα την αντιμετώπιση της ανεργίας και της φτώχειας, την συνταγματική διασφάλιση των ελευθεριών και την αποχώρηση του Αλί Αμπντουλάχ Σάλεχ από την εξουσία. Στις 18 Μάρτη και 4 Απρίλη οι διαδηλώσεις πνίγονται στο αίμα. Στις ταραχές που ακολούθησαν ο Σάλεχ τραυματίζεται, στις 3 Ιούνη, σε επίθεση με χειροβομβίδα και μεταφέρεται σε στρατιωτικό νοσοκομείο στη Σαουδική Αραβία. Υπηρεσιακός Πρόεδρος αναλαμβάνει ο μέχρι τότε αντιπρόεδρος Αμπντ Ράμπ Μανσούρ Χάντι . Μετά την παραίτηση του Σάλεχ ο Μανσούρ Χάντι, μοναδικός υποψήφιος, εκλέγεται Πρόεδρος της Υεμένης στις 22 Φλεβάρη 2012.
Στο μεταξύ ο πληθυσμός της Υεμένης μαστίζεται από λιμό. Τον Ιούλη του 2012 ένα εκατομμύριο παιδιά πάσχουν από οξύ υποσιτισμό και τουλάχιστον 250.000 κινδυνεύουν άμεσα να πεθάνουν από πείνα. Συνολικά, το 60% των παιδιών μικρότερα των πέντε ετών πάσχουν από χρόνιο υποσιτισμό.
Τον Ιούλη του 2014 η κυβέρνηση Χάντι, στο πλαίσιο «οικονομικών μεταρρυθμίσεων» κόβει επιδόματα και αποσύρει την κρατική επιδότηση στα καύσιμα, πλήττοντας περισσότερο τα πιο ασθενή οικονομικά στρώματα, πράγμα που πυροδοτεί θυελλώδεις λαϊκές αντιδράσεις. Οι Χούθι ξεσηκώνονται και απαιτούν την παραίτηση της κυβέρνησης Χάντι.
Η Αλ Κάιντα της Αραβικής Χερσονήσου κλιμακώνει τις επιθέσεις της στο Νότο της χώρας χτυπώντας τους σιίτες και προσπαθεί να ανακόψει την προέλαση των Χούθι. Οι Αμερικάνοι πυκνώνουν τις επιδρομές πραγματοποιώντας ακόμα και πυραυλικές επιθέσεις με τηλεκατευθυνόμενα βομβαρδιστικά μέχρι και την κεντρική Υεμένη.
Τον Γενάρη 2015 οι Χούθι, με επικεφαλής τον Αμπντούλ Μαλίκ αλ-Μπαντρεντίν Χούθι,καταλαμβάνουν την πρωτεύουσα Σαναά. Στις 22 του μήνα ο Αμπντ Ράμπ Μανσούρ Χάντι υποβάλλει την παραίτησή του και τον Μάρτη διαφεύγει στη Σαουδική Αραβία, όπου ανακαλεί την παραίτηση και με τον« υπουργό Εξωτερικών» της «κυβέρνησής του» ζητά την στρατιωτική επέμβαση του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου έτσι ώστε «σωθεί η Υεμένη και ο λαός της από τον ιρανικό έλεγχο».
Το πυροβολικό της Σαουδικής Αραβίας σε δράση στα σύνορα με την Υεμένη
Το πυροβολικό της Σαουδικής Αραβίας σε δράση στα σύνορα με την Υεμένη
Το βράδυ της Πέμπτης προς την Παρασκευή27 Μάρτη ηΣαουδική Αραβίαεξαπολύει αεροπορική επίθεση στην Υεμένη, με την κωδική ονομασία«Αποφασιστική Καταιγίδα» με πρόσχημα την κατάληψη της εξουσίας από τους σιίτες πολιτοφύλακες Χούθι σε βάρος του Υεμενίτη προέδρου Αμπντ Ράμπ Μανσούρ Χάντι, και προφανή βασικό στόχο την αναχαίτιση της αυξημένης επιρροής του Ιραν στην Υεμένη. Οι ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις και ανταγωνισμοί που βρίσκονται σε εξέλιξη, μετά τη Λιβύη, το Ιράκ και την Συρία, άναψαν την τέταρτη μεγάλη φωτιά στον Νότο της Αραβικής Χερσονήσου.
Η «Αποφασιστική Καταιγίδα» κινητοποίησε άμεσα 150.000 Σαουδάραβες στρατιώτες , 100 σαουδαραβικά βομβαρδιστικά, 30 μαχητικά από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, 15 από το Μπαχρέιν, 15 από το Κουβέιτ, 10 από το Κατάρ και 6 από την Ιορδανία. Στην επιχείρηση συμμετείχαν και αιγυπτιακές ναυτικές δυνάμεις. Στην επίθεση συμμετέχουν οι αραβικές μοναρχίες του Κόλπου, εκτός από το Ομάν[4], η Αίγυπτος, το Μαρόκο, η Ιορδανία, το Σουδάν και το Πακιστάν. Την υποστηρίζουν επίσης οι ΗΠΑ, η Γαλλία και η Βρετανία, η Τουρκία και ο Παλαιστίνιος Πρόεδρος Μαχμούτ Αμπάς.
Την αντίθεσή τους εκφράζουν το Ιράν, η Ρωσία, η Αλγερία, η Συρία, το Ιράκ και η οργάνωση Χεζμπολάχ του Λιβάνου.
Η επέμβαση συνεχίζεται μέχρι σήμερα, τα βομβαρδιστικά του 10μελούς συνασπισμού εξακολουθούν να διαλύουν ότι έχει μείνει όρθιο από τις λιγοστές υποδομές της χώρα σε δίκτυα υδροδότησης, ηλεκτροδότησης, συγκοινωνίες σχολεία και νοσοκομεία. Πάνω από 1000 οι νεκροί άμαχοι και 3.500 οι τραυματίες. Τα καύσιμα είναι πλέον δυσεύρετα, βασικά τρόφιμα και φάρμακα έχουν εξαφανιστεί. 11.000.000 Υεμενίτες υποσιτίζονται και 16.000.000 δεν έχουν πρόσβαση σε καθαρό πόσιμο νερό. Πάνω από 300.000 είναι οι πρόσφυγες που έχουν εγκαταλείψει τα σπίτια τους.
Οι πολιτοφύλακες Χούθι όχι μόνο δεν αποδυναμώθηκαν αλλά αντίθετα συσπειρώνουν στις γραμμές τους και σουνίτες Υεμενίτες, ενώ συνεχίζουν την προέλασή τους στο Νότο της χώρας.
Ενισχυμένη βγαίνει και η Αλ Κάιντα της Αραβικής Χερσονήσου (AQAP) που εκμεταλλευόμενη τους βομβαρδισμούς επεκτείνει την δράση της, μιας και δεν αποτελεί πρόβλημα για τους Σαουδάραβες, καταλαμβάνοντας νέα εδάφη στήνοντας το αρχηγείο της στη πόλη Μουκάλα. Την Κυριακή 26 Απρίλη η AQAP ανακοίνωσε την άφιξη και δράση στις γραμμές της μισθοφόρων ισλαμιστών της οργάνωσης «Ισλαμικό Κράτος».
Το αμερικάνικο αεροπλανοφόρο Ρούσβελτ στον Κόλπο του Αντεν
Το αμερικάνικο αεροπλανοφόρο Ρούσβελτ στον Κόλπο του Αντεν
Στο μεταξύ στα ανοιχτά του Κόλπου του Αντεν, στα στενά Μπαμπ αλ Μαντέμπ και στην Ερυθρά θάλασσα πλέουν 10 αμερικανικά πολεμικά πλοία ανάμεσά τους το αεροπλανοφόρο «USS Theodore Roosevelt», ιρανικά και κινέζικα πολεμικά σκάφη.
Την ίδια στιγμή Ρώσοι και Κινέζοι προγραμματίζουν κοινές ναυτικές ασκήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο στα μέσα του Μάη, «με στόχο», όπως δήλωσε ο εκπρόσωπος Τύπου του κινεζικού υπουργείου Αμυνας, Γκενγκ Γιανσχένγκ, «να βαθύνουμε τη φιλική και πρακτική συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών και να αυξήσουμε την ικανότητα των δύο Πολεμικών Ναυτικών να αντιμετωπίζουν από κοινού απειλές θαλάσσιας ασφάλειας».
Στις 21 Απρίλη «τερματίστηκε» η επιχείρηση «Αποφασιστική Καταιγίδα» και μετεξελίχτηκε σε επιχείρηση… «Αποκατάσταση Ελπίδας» συνεχίζοντας τους ανελέητους βομβαρδισμούς σε όλα σχεδόν τα αεροδρόμια της Υεμένης. Την περασμένη Κυριακή αναφέρθηκε στο Αντεν χερσαία επέμβαση Σαουδαράβων κομάντος και ευρεία χρήση βομβών διασποράς που προκαλούν πολλαπλά πλήγματα και μεγάλες απώλειες ιδιαίτερα στον άμαχο πληθυσμό.
Σήμερα η Υεμένη βρίσκεται στο κέντρο των αιματηρών συγκρούσεων και επεμβάσεων που προκαλούν τα μεγάλα συμφέροντα στην προσπάθεια υλοποίησης των σχεδίων για την Μεγάλη Μέση Ανατολή. Είναι φανερό ότι η σύγκρουση στην Υεμένη δεν αφορά τις θρησκευτικές κοινότητες της περιοχής, τους σιίτες πολιτοφύλακες Χούθι, τους στρατιώτες που έμειναν πιστοί στον πρώην πρόεδρο Σάλεχ ή στον πρώην πρόεδρο Χάντι, τους ακραίους σουνίτες ισλαμιστές της «Αλ Κάιντα Αραβικής Χερσονήσου» που επωφελούνται από το χάος των επιδρομών. Η σύγκρουση αφορά τον έλεγχο των ενεργειακών κοιτασμάτων, τους εμπορικούς δρόμους χερσαίους και θαλάσσιους, τον έλεγχο των στενών που οδηγούν στην Ερυθρά θάλασσα και το Σουέζ. Σε τελική ανάλυση αφορά τις ενδοιμπεριαλιστικές αντιθέσεις και τους σχεδιασμούς για την Μέση Ανατολή στο σύνολό της, των ΗΠΑ, του Ιραν, της Σαουδικής Αραβίας και των μοναρχιών του Κόλπου, της Ευρωπαϊκής Ενωσης και από κοντά την Ρωσία, την Κίνα, το Ισραήλ, την Ινδία και την Τουρκία.
———————-
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Η αραβική ονομασία Υεμένη (αλ Γιαμάν) στη κυριολεξία σημαίνει «Δεξιά πλευρά» και αναφέρεται στη περιοχή που βρίσκεται στη δεξιά πλευρά για τους κατοίκους της Αραβικής Χερσονήσου όταν κάποιος κοιτά προς την ανατολή του ήλιου, ενώ η Συρία αποκαλείται αλ Σαμ που σημαίνει «Αριστερή πλευρά». Οι μεγάλες βροχοπτώσεις και η σημαντική βλάστηση της ορεινής Υεμένης σε συνδυασμό με την δεύτερη έννοια της λέξης «γιαμάν» (καλότυχος) οι αρχαίοι αποκαλούσαν τη χώρα «Ευδαίμονα Αραβία».
[2] Ο Ζαϊντισμός είναι ένα παρακλάδι του σιιτικού Ισλάμ που ξεπήδησε τον 8ο αιώνα και αναφέρεται στις διδασκαλίες του Ζαϊντ ιμπν Αλί, εγγονού του Χουσεΐν ιμπν Αλί, που διέδωσε τον μουσουλμανισμό στην Υεμένη. Οι ακόλουθοι της διδασκαλίας του Ζαϊντ αποκαλούνται Ζαϊντί Σί’α και αποτελούν το 35 – 40% των μουσουλμάνων στην Υεμένη. Ο Σιιτισμός είναι ένας από τους δύο κύριους κλάδους του Ισλάμ. Η λέξη προέρχεται από το αραβικό σι’α που σημαίνει «μερίδιο». Η Σι’ατ Αλί (που σημαίνει «παράταξη του Αλή» ή «ομάδα του Αλή») είναι μια από τις τρείς παλαιότερες υποδιαιρέσεις του Ισλάμ. Οι οπαδοί της, οι Σιίτες, θεωρούν τον Αλή, τον γαμπρό και ξάδελφο του Μωάμεθ ως νόμιμο διάδοχό του στην ηγεσία της μουσουλμανικής κοινότητας. Οι Σουνίτες είναι ο δεύτερος κύριος κλάδος του Ισλάμ. Δίνουν έμφαση στη Σούνα (παράδοση) του Μωάμεθ, χαρακτηρίζονται από την επιμονή στην πιστή τήρηση των γραφών του Κορανίου και θεωρούν ότι η διαδοχή του Μωάμεθ δεν χρειάζεται να είναι κληρονομική. Οι Σουνίτες, μετά τον θάνατο του Μωάμεθ, αποδέχθηκαν τον Αμπού Μπακρ ως πρώτο χαλίφη και όχι τον Αλή.
 [3] AQAP (Al-Qaeda in the Arabian Peninsula) ή AQPA (Al-Qaïda dans la Péninsule Arabique)
[4] Ο πληθυσμός του Ομάν κατά 75% είναι Ιμπάντι. Οι ιμπάντι ανήκουν στην Τρίτη παλαιότερη υποδιαίρεση του Ισλαμ (Σουνίτες, Σιίτες – Ιμπάντι), ακολουθούν τη διδασκαλία του ιδρυτή τους Αμπντουλάχ ιμπν Ιμπάν, που δίδαξε πριν ξεσπάσει η διαμάχη μεταξύ σουνιτών και σιιτών. Οι Ιμπάντι ακολουθούν ουδέτερη στάση απέναντι στους άλλους δυο κλάδους του Ισλάμ και αυτό εξηγεί σε ένα μεγάλο μέρος την προσπάθεια του Ομάν να παραμείνει έξω από την επέμβαση των μοναρχιών του Κόλπου στην Υεμένη.